2 Ιανουαρίου 2017

Η αρχή του νέου έτους δίνει το σύνθημα για νέες διαδρομές. Κρυμμένος ανάμεσα στις σύγχρονες αρχιτεκτονικές ασχήμιες του μαχαλά Μεσίχ Πασά της Πόλης στο βρωμερό Άκσαράι, κοντά στο Λάλελι, βρίσκεται ο βυζαντινός ναός που έχτισε ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄, ο Λεκαπηνός (μάλλον αρμενικής καταγωγής) δίπλα στο παλάτιό του. Το αξιοθαύμαστο κτίσμα με τους ιδιαίτερους ενσωματωμένους τούβλινους κίονες μοιάζει χτισμένο σε κορυφή λόφου: η υπόγεια κρύπτη του δίνει το φαινόμενό του ύψος. Χτίστηκε περί το 920 και μετατράπηκε σε τζαμί από τον Μεσίχ Πασά μάλλον τον 15ο αιώνα. Η κρύπτη, όπου θάφτηκε ο Ρωμανός με την οικογένειά του εγκαινιάζοντας πρώτος για τις βυζαντινές συνήθειες ένα προσωπικό μαυσωλείο, φέρεται να είναι η αιτία της έτερης τουρκικής ονομασίας του τζαμιού ως Μπόντρουμ. Το μνημείο υπέστη σοβαρές ζημιές από τους Λατίνους το 1204 και αργότερα κάηκε δύο φορές (1782, 1911) και αναστηλώθηκε. Το Μυρέλαιον, όπως είναι γνωστό το μνημείο, υπήρξε το καθολικό μονής που δεν σώζεται. Στο εσωτερικό του τζαμιού διακρίνονται ακόμα κάποια κιονόκρανα της βυζαντινής περιόδου. Ανασκαφές κατά τον 20ό αιώνα έφεραν στο φως μέρος του παλατίου του Ρωμανού που σήμερα χρησιμοποιείται ως σκεπαστή αγορά καταστημάτων. Έμαθα ότι οι μαγαζάτορες θα εγκαταλείψουν σύντομα το παλάτιο διότι θα αναστηλωθεί.

Αφού η δεύτερη μέρα του χρόνου ήταν ηλιόλουστη, αποφάσισα να πιάσω την μεγάλη λεωφόρο Ατατούρκ που αρχίζει από την Θάλασσα του Μαρμαρά και διασχίζει την πόλη ως τον Κεράτιο, όπου ήθελα να φτάσω. Το πρώτο μνημείο που μαγνητίζει το βλέμμα είναι το τζαμί της βασιλομήτορος Pertevniyal Valide Sultan σε σχέδια του Αρμένιου Σαρκίς Μπαλιάν. Οικοδομήθηκε κατά τα έτη 1869-1871 και αποτελεί εμβληματικό αρχιτεκτόνημα σε στιλ τουρκικού ροκοκό (συνδυασμός αναγεννησιακού, γοτθικού και κλασσικού οθωμανικού στιλ). Ανηφορίζοντας την λεωφόρο προσπερνάμε το ομώνυμο λύκειο και λίγο μετά στα δεξιά μας φαίνεται το μεγάλο συγκρότημα της διεύθυνσης του Μητροπολιτικού Δήμου Κωνσταντινούπολης και στα αριστερά ένα υποτυπώδες αρχαιολογικό πάρκο (Saraçhane). Κάτω από το επίπεδο του δρόμου βρίσκονται τα θεμέλια του βυζαντινού ναού του αγίου Πολυεύκτου μαζί με μέρος της κρύπτης του. Τα ερείπια του πολύ μεγάλου ναού έχουν περιφραχθεί χωρίς να φυλάσσονται, έτσι ο επισκέπτης δεν μπορεί να περπατήσει στο εσωτερικό. Ο ναός κτίστηκε από την αριστοκράτισσα Ανίκια Ιουλιάνα το 527 στα πρότυπα του ναού του Σολομώντα στην Ιερουσαλήμ. Διάφορα μέλη του ναού είχαν αποσπαστεί από τους Σταυροφόρους και μεταφέρθηκαν στην Βενετία μετά το 1204. Κιονόκρανα και βάσεις κιόνων του ναού είναι διάσπαρτα στο πάρκο και πάνω τους ξεκουράζονται περιστέρια, εργαζόμενοι που τρώνε το μεσημεριανό τους γεύμα και κουρασμένοι διαβάτες. Απέναντι δεσπόζει το Şehzade τζαμί (1543-1544) το οποίο έχτισε ο περίφημος αρχιτέκτονας Σινάν κατ’ εντολή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή για τον γιο του Μεχμέτ που πέθανε 22 ετών. Προσπερνάμε το ρωμαϊκό υδραγωγείο του Ουάλεντος (4ος αι.), που είχε μήκος σχεδόν ένα χιλιόμετρο, και την μονή Παντοκράτορος (Zeyrek τζαμί) και βγαίνουμε στα νερά του Κεράτιου κόλπου.

Στρίβοντας αριστερά στον Κεράτιο πιάνουν τα βυζαντινά τείχη της Πόλης και ήδη είμαστε στις παρυφές του παλαιότατου μαχαλά της Αγιάς, στην εντός των τειχών Πόλη, και παρά τον Κεράτιο Κόλπο, γνωστού από την οθωμανική περίοδο και μετά ως Cibali (Τζιμπαλί). Η τουρκική ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι πέρασε από την Πύλη της Αγιάς ο πασάς Cebe Ali την ημέρα της πτώσης της Πόλης. Η παλιά ονομασία Αγιά μάλλον προέρχεται από τον επιβλητικό ναό της αγίας Θεοδοσίας, που μάλιστα γιορτάζει την 29η Μαΐου, μέρα που πάρθεν η Πόλη. Ο μύθος λέει ότι μπαίνοντας ο Cebe Ali και η στρατιά του από την Πύλη της Αγιάς στα βυζαντινά τείχη βρήκαν τον ναό στολισμένο με τριαντάφυλλα και όταν ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί (αρκετά αργότερα, ίσως το 1512) ονομάστηκε “τζαμί του ρόδου” (Gül camii). O μαχαλάς είχε κυρίως εβραϊκό και ρωμαίικο πληθυσμό που κατά κύριο λόγο ήταν εργάτες κρίνοντας από το πλήθος των εργαστηρίων (σιδεράδικα, τορνατζίδικα και πολλά άλλα). Διέμειναν όμως εκεί και δραγουμάνοι, ποστέλνικοι και καπού-κεχαγιάδες. Από τις αρχές του 20ού αιώνα σταδιακά εγκαταλείφθηκε από την ρωμαίικη και εβραϊκή κοινότητα και κατοικήθηκε από εσωτερικούς μετανάστες, από τη Μαύρη Θάλασσα και αλλού. Το Τζιμπαλί κάποτε εκτεινόταν και εκτός των βυζαντινών τειχών γύρω από την αγία Θεοδοσία, τον άγιο Νικόλαο και το αγίασμα του αγίου Χαράλαμπου, όπου βρισκόταν και “σχολείον κοινόν ελληνικόν” που μετέπειτα (1906) μετονομάστηκε σε Ζαφειροπούλεια Εκπαιδευτήρια. Το έξω των τειχών μέρος του μαχαλά κατεδαφίστηκε για την διάνοιξη της παραλιακής οδού του Κεράτιου κόλπου που οδηγεί προς το Φανάρι, τον Μπαλατά και τις Βλαχέρνες. Από τον κατεδαφισμένο μαχαλά στέκει μόνο του καταμεσής της λεωφόρου ένα γκιαβγκίρι (λίθινο κτίσμα), μια ζωντανή γκραβούρα της αλλοτινής Πόλης.

Κάπου εκεί, στα ξύλινα σπίτια της Αγιάς, στον δρόμο της αγοράς της έκλεισε αυτή η περιήγηση.