Η ιστορία του Μπρονξ
Το Μπρονξ, όπως και όλη η ανατολική ακτή, ήταν ολλανδική αποικία κατά τον 17ο αιώνα. Ένας από τους πρώτους Ευρωπαίους γαιοκτήμονες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, ήταν ο Jonas Bronck, που έφτασε στη Νέα Ολλανδία το 1639. Εξαιτίας των πεντακοσίων στρεμμάτων γης που απέκτησε μεταξύ του ποταμού -γνωστού τότε από τους αυτόχθονες ως- “Άκουαχουνγκ” και του ποταμού Χάρλεμ, ο πρώτος μετονομάστηκε Μπρονξ από τους κατακτητές (Bronck’s river). Από τον ποταμό και κατ’ επέκταση από τον Bronck, πήρε το όνομά της και η ευρύτερη περιοχή στις δυο όχθες του ποταμού, που ξεκίνησε να δημιουργείται στον σύγχρονο κόσμο τη δεκαετία του 1840 – ως μέρος της κομητείας του Γουέστσεστερ τότε, των ανεξάρτητων Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Το 1874 προσαρτήθηκαν στη Νέα Υόρκη οι πρώτες περιοχές του Μπρονξ και το 1898 αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πέντε διαμερίσματα της αμερικανικής μητρόπολης, μαζί με το Μανχάταν, το Κουίνς, το Μπρούκλιν και το Στάτεν Άιλαντ. Σαράντα χρόνια μετά την προσάρτησή του στη Νέα Υόρκη, το 1914, ανακυρήχθηκε ως αυτόνομη κομητεία.

Τον 19ο αιώνα οι κάτοικοι του Μπρονξ ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους γεωργοί και η περιοχή αραιοκατοικημένη. Μετά το 1890 ωστόσο, έγινε η «γη της Επαγγελίας» για δεκάδες χιλιάδες μετανάστες δεύτερης γενιάς, από το Ανατολικό Χάρλεμ και το Λόουερ Ιστ Σάιντ. Το Μπρονξ συνδεόταν με το Μανχάταν – το εμπορικό κέντρο της Νέας Υόρκης – με ένα αρκετά καλό και φτηνό δίκτυο συγκοινωνιών, όλο και περισσότερα νεόχτιστα και σύγχρονα κτίρια κοσμούσαν την περιοχή, ενώ τα ενοίκια παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα.
Μέσα σε μισό αιώνα, ο πληθυσμός του Μπρονξ από τις 90 χιλιάδες αυξήθηκε στο 1,4 εκατομμύριο. Αποτελούσε μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες αστικές περιοχές σε ολόκληρο τον κόσμο και ήταν το καμάρι των πολιτικών, που συχνά το αποκαλούσαν «το διαμέρισμα θαύμα» (wonder borough), για τα σπίτια, που κατά βάση ήταν πιο σύγχρονα από αυτά του Μανχάταν και του Μπρούκλιν, τα πάρκα και τα πανεπιστήμιά του.
Σύντομα το παράδειγμα προς μίμηση έγινε παράδειγμα προς αποφυγή και ένας σημαντικός παράγοντας σ’ αυτό ήταν και η ραγδαία αύξηση του πληθυσμού, που μετέτρεψε το Μπρονξ για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα στο πιο πυκνοκατοικημένο διαμέρισμα της Νέας Υόρκης.
Από την έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου, το Μπρονξ σταμάτησε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των μεσοαστικών οικογενειών. Τα κτίρια δεν ήταν πια τόσο σύγχρονα, καθότι η περιοχή έμεινε εκτός κάλυψης από το πρόγραμμα της Ομοσπονδιακής Αρχής Στέγασης (Federal Housing Administration), που ίδρυσε ο Franklin Roosevelt στα πλαίσια του New Deal για την αντιμετώπιση της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Η πολυπολιτισμικότητα, που ήταν πάντοτε ένα στοιχείο του Μπρονξ αλλά αυξανόταν όλο και περισσότερο κατά τη δεκαετία του 1940, καθώς και τα παγιωμένα ενοίκια που επέβαλλε η κυβέρνηση, αποθάρρυναν επίσης τους περισσότερους ιδιοκτήτες, από το να αναβαθμίσουν τα διαμερίσματά τους. Επιπλέον οι γειτονιές παραήταν πυκνοκατοικημένες, καθώς οι πολιτικές του New Deal συνέχισαν να καθιστούν το Μπρονξ ιδανικό μέρος για τους οικονομικά ασθενέστερους.
Δημογραφικά, οι πιο αξιοπρόσεκτες αλλαγές της δεκαετίας ήταν ο ερχομός χιλιάδων Αφροαμερικανών από το νότο και Πορτορικανών από το Ανατολικό ή Χάρλεμ (γνωστό και ως «Σπάνις» Χάρλεμ), καθώς και η φυγή χιλιάδων λευκών μεσοαστικών οικογενειών, που επωφελήθηκαν από τα μέτρα του Roosevelt. Μέχρι το 1950, υπήρχαν σχεδόν 160.000 Αφροαμερικναοί και Λατίνοι στο Μπρονξ (11% του συνολικού πληθυσμού), εκ των οποίων οι 145.500 έμεναν στο Νότιο Μπρονξ (91% του πληθυσμού).
Το πρόγραμμα της δημόσιας στέγασης (public housing), ακόμα ένα μέτρο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης, λειτούργησε επίσης αρνητικά για το Μπρονξ. Αν και απαραίτητο μετά το κραχ, αφού κανείς ιδιώτης δεν είχε σκοπό να χτίσει κτίρια στις πιο υποβαθμισμένες σε όρους ενοικίων γειτονιές, η δημόσια στέγαση είχε ως αποτέλεσμα επιπλέον μεταφορές μαύρων και ισπανόφωνων οικογενειών στο Μπρονξ, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα και στις πιο αραιοκατοικημένες περιοχές λευκών.
Δυο ακόμα παράγοντες, το πρόγραμμα Mitchell-Lama και ο αυτοκινητόδρομος Cross-Bronx, έφεραν το Μπρονξ ακόμα πιο κοντά στην καταστροφή. Το πρόγραμμα Mitchell-Lama, που δημιουργήθηκε και αυτό στα πλαίσια της ανακούφισης των πιο φτωχών στρωμάτων από την πολιτεία της Νέας Υόρκης, προσφέροντας φοροελαφρύνσεις και επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια σε ιδιοκτήτες με αντάλλαγμα να παρέχουν τις κατοικίες τους σε χαμηλότερα ενοίκια, ναυάγησε για το Μπρονξ, αφού οδήγησε εκτός χιλιάδες οικογένειες λευκών που έψαχναν για μια ευκαιρία ώστε να φύγουν από την περιοχή, αφήνοντας ακόμα περισσότερα σπίτια ελεύθερα για τους Αφροαμερικανούς και τους Πορτορικανούς. Ο αυτοκινητόδρομος Cross-Bronx, δημιουργήθηκε για να ενώσει το Μπρονξ με το Νιου Τζέρσεϊ και για να αναβαθμίσει ταυτοχρόνως το διαμέρισμα. Αντίθετα, η κατασκευή του, που ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, είχε ως συνέπεια το γκρέμισμα ολόκληρων πυκνοκατοικημένων γειτονιών στο δυτικό Μπρονξ -και μάλιστα όχι παλιών κτιρίων – σε μια εποχή που κυριολεκτικά το κάθε σπίτι ήταν απαραίτητο. Παρά τη σειρά διαμαρτυριών που έλαβαν χώρα στο Ανατολικό Τρέμοντ, όλοι οι κάτοικοι των οικοδομικών τετραγώνων που θα καταστρεφόντουσαν εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο μπάχαλο στο άλλοτε «διαμέρισμα θαύμα».
Μέσα σε δυο δεκαετίες, έως και το 1970, ο πληθυσμός των μαύρων και των ισπανόφωνων στο Μπρονξ είχε τετραπλασιαστεί, από τις 160 χιλιάδες στις 675 χιλιάδες. Το 1980 έφτασε στις 745 χιλιάδες, αγγίζοντας πλέον τα 2/3 του συνολικού πληθυσμού του Μπρονξ, που μειώθηκε αισθητά μέσα στη δεκαετία του 1970 εξαιτίας και του φαινομένου των εμπρησμών, το οποίο κορυφώθηκε στα μέσα της δεκαετίας. Συγκεκριμένα, από το 1973 έως το 1977, περίπου 30.000 φωτιές καταγράφηκαν εντός του Μπρονξ, καταστρέφοντας 43.000 σπίτια. Για τις περισσότερες κατά πάσα πιθανότητα ευθυνόντουσαν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες, που δεν είχαν πια σημαντικά κέρδη από το Μπρονξ και προτίμησαν τα χρήματα των ασφαλιστικών.
Για μια συντριπτική πλειοψηφία, το Μπρονξ δεν ήταν πλέον επιλογή, αλλά η μόνη βιώσιμη λύση. Όποιος είχε την οικονομική δυνατότητα αποχωρούσε, όποιος δεν την είχε έμενε. Οι πολιτικές των κυβερνώντων αύξησαν μοιραία το χάσμα ανάμεσα στη μεσαία και στην εργατική τάξη, δημιουργώντας ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα στη Νέα Υόρκη, το οποίο οι πολιτικοί είτε αγνοούσαν, είτε χρησιμοποιούσαν για μικροπολιτικά συμφέροντα.
Ένα παράλληλο σύμπαν
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης δημογραφικής μεταβολής του Μπρονξ, από το 1930 έως το 1950, δυο εβραϊκές εργατικές γειτονιές του Νοτίου Μπρονξ, το Μορισάνια και το Χαντς Πόιντ, μετατράπηκαν σε γειτονιές μαύρων και ισπανόφωνων κατοίκων, από τον αμερικανικό νότο, από αγγλόφωνες χώρες της Καραϊβικής, όπως η Τζαμάικα, η Αντίγκουα, τα Μπαρμπέιντος, αλλά και ισπανόφωνες χώρες, όπως το Πουέρτο Ρίκο, η Ονδούρα και ο Παναμάς. Η καθεμιά απ’ αυτές τις ομάδες ανθρώπων, έφεραν στα σχολεία, στις πολυκατοικίες και στους δρόμους του Νοτίου Μπρονξ και τις μουσικές τους παραδόσεις, οι οποίες αναμείχθηκαν με έναν μαγικό τρόπο.
Υπήρχε κάτι ξεχωριστό στο Μπρονξ εκείνες τις ημέρες. Τους γνώριζες όλους, τον χασάπη, τον φούρναρη, τον άνθρωπο που κατασκεύαζε κηροπήγια. Και εκείνοι γνώριζαν εσένα.
Renee Sartoris
Τη δεκαετία του 1950, στους χώρους διασκέδασης, στις εκκλησίες, στα σχολεία, αλλά και στις πλατείες πολλών γειτονιών του Μπρονξ, κυριαρχούσαν τα στοιχεία αυτών των κουλτουρών: το μάμπο, το μπίμποπ, η καλύψο, το ντίξιλαντ, το doo wop, το rhythm and blues και η αφροκουβανική μουσική. Από τα παραπάνω συστατικά γεννήθηκαν στη Νέα Υόρκη την επόμενη δεκαετία η σάλσα, η φανκ και η λάτιν σόουλ.
Σε κανένα άλλο μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν υπήρχαν τόσοι άνθρωποι της αφρικανικής διασποράς συγκεντρωμένοι. Μια βόλτα από το Μπρονξ του ‘60 και του ‘70, έμοιαζε με την ανακάλυψη ενός παράλληλου σύμπαντος στη Νέα Υόρκη, ενός σύμπαντος μοναδικού, όπου τα τραγούδια σε ξένες γλώσσες υπό τις μελωδίες κρουστών και με συνοδεία λάτιν χορών ήταν πράγματα συνηθισμένα, ακόμα και στους δρόμους των γειτονιών.
Η καθιέρωση των «πάρτι του δρόμου»
Οι συγκέντρωση των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων στο Μπρονξ έφερε και την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας. Το παρεμπόριο ήταν ο μοναδικός οικονομικός τομέας που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του ‘60 κι έπειτα στο διαμέρισμα, την ώρα που η εγκληματικότητα αυξανόταν με τρομακτικούς ρυθμούς.
Από το 1960 έως το 1969, τα καταγεγραμμένα περιστατικά βιαιοπραγιών από τα 998 έφτασαν τα 4.256, ενώ οι κλοπές από τις 1.765 έφτασαν τις 29.276! Τα περισσότερα περιστατικά συνέβαιναν στο Νότιο Μπρονξ, όπου γινόντουσαν και οι περισσότερες δολοφονίες ανά τετραγωνικό μίλι σε όλη τη χώρα, σύμφωνα με τον Dennis Smith, που εργαζόταν σε τοπικό πυροσβεστικό σώμα. Οι πολιτικοί, που κάποτε μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν τον πολυπολιτισμικό παράδεισο, θυμόντουσαν το Μπρονξ μόνο όταν ήθελαν να περιγράψουν μια «ατμόσφαιρα τρόμου». Η κατάσταση ήταν τόσο ζοφερή, που το 1969 μερικές μαύρες και Πορτορικανές γυναίκες δημιούργησαν μια ομάδα, πήγαν στο αστυνομικό τμήμα του Μορισάνια και απαίτησαν να τους δοθεί άδεια οπλοφορίας, ώστε να μπορέσουν να προστατεύσουν τις οικίες και τα παιδιά τους από τους χρήστες ναρκωτικών.
Κι όσο ο ρεπουμπλικανός Nelson Rockefeller (κυβερνήτης της Νέας Υόρκης, 1959-1973) άφηνε το Μπρονξ να βυθίζεται στην άβυσσο, από το 1970 έως το 1977, περίπου 300 εταιρείες είτε έκλεισαν, είτε μεταφέρθηκαν μακριά από το Μπρονξ, αφήνοντας ακόμα 10.000 ανθρώπους χωρίς δουλειά. Υπολογίζεται για εκείνη την εποχή πως μια στις τέσσερις οικογένειες είχε σταθερό εισόδημα, την ώρα που ο μέσος μισθός ανερχόταν περίπου στο 50% του μέσου όρου των υπολοίπων διαμερισμάτων της Νέας Υόρκης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, το 69% των νοικοκυριών βρισκόταν κάτω από τα όρια της φτώχειας.
Τη δεκαετία του ‘70 είχαμε και την άνθιση του φαινομένου των συμμοριών (gangs), που προκλήθηκε από την ανάγκη των ντόπιων κατοίκων να υπερασπιστούν τα εδάφη τους και τις φυλές τους. Εκείνα τα χρόνια συστάθηκαν οι πολύ γνωστές μέχρι σήμερα συμμορίες των Black Spades, Savage Skulls, Cypress Bachelors, Spanish Mafia και Reapers, με πρωταρχικό στόχο να προστατεύσουν τους δικούς τους ανθρώπους στις εκάστοτε γειτονιές, διώχνοντας τους χρήστες και τους εμπόρους ναρκωτικών. Συχνά όμως υπήρχαν και περιστατικά όπου οι συμμορίες αυτές τρομοκρατούσαν τους ντόπιους κατοίκους, λήστευαν τους καταστηματάρχες, βανδάλιζαν κτίρια και άνοιγαν πολέμους συμμοριών μεταξύ τους. Δεν άργησαν, επίσης, να ασχοληθούν και με το ναρκεμπόριο. Η κάθε συμμορία έλεγχε την περιοχή της και η δύναμη που προσέφερε στα μέλη της ήταν δύσκολο να αφήσει αδιάφορο το μέσο νέο, που δεν είχε τη δυνατότητα ούτε να μορφωθεί, ούτε να εργαστεί.
Παραδόξως το hip hop δε γεννήθηκε απλά μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, αλλά βρήκε και το ιδανικότερο έδαφος για να ευδοκιμήσει. Ενώ στο γειτονικό Μανχάταν η ντίσκο την καλύτερη εποχή της και δεν υπήρχε ντισκοτέκ που να μην ήταν γεμάτη, στο Μπρονξ για τους περισσότερους μια τέτοια βραδιά ήταν τουλάχιστον πολυτέλεια.
Ο συνδυασμός των περικοπών των μουσικών προγραμμάτων στα δημόσια σχολεία εξαιτίας της οικονομικής κρίσης σε γειτονιές που ζούσαν με μουσική, όπως το Μορισάνια και το Χαντς Πόιντ, της αδυνατότητας των νέων να δαπανήσουν χρήματα στη διασκέδαση, αλλά και των αμέτρητων εγκαταλελειμμένων, καμμένων κτιρίων που βρισκόντουσαν σ’ αυτές τις γειτονιές, έκαναν δημοφιλή τα «πάρτι του δρόμου» (block parties). Τα πάρτι αντικατέστησαν τα κλαμπ και τους χώρους διασκέδασης, οι ντιτζέι αντικατέστησαν τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, οι δίσκοι του James Brown αντικατέστησαν τα κρουστά και η φανκ αντικατέστησε το rhythm and blues, το afro-cuban, το doo wop. Ένα νέο κεφάλαιο μόλις είχε ανοίξει.
Σε ένα απ’ αυτά τα πάρτι, το καλοκαίρι του 1973, ο Kool Herc δοκίμασε την τεχνική «Merry-Go-Round», δημιουργώντας το μπρέικμπιτ και τη μουσική των break-dancers και της κουλτούρας του hip hop. Χρησιμοποιώντας δυο ίδιους δίσκους σε δυο διαφορετικά πικάπ, ο Herc λούπαρε το μπρέικ ξανά και ξανά, ώστε να επεκτείνει τη διάρκειά του από μερικά δευτερόλεπτα σε μερικά λεπτά και να δημιουργήσει στην ουσία ένα νέο τραγούδι. Μια έμπνευση που είχε από τα προηγούμενα πάρτι που έπαιξε, και παρατήρησε πως οι περισσότεροι χόρευαν μόνο στα μπρέικ, μόνο για λίγα δευτερόλεπτα σε κάθε τραγούδι.
Μετά από το διαβόητο πάρτι της 11ης Αυγούστου, 1973, το μπρέικμπιτ μονοπωλούσε στα μπλοκ πάρτι του Μπρονξ, που γινόντουσαν είτε σε αυλές σχολείων, είτε σε πλατείες, είτε σε εγκαταλελειμμένα κτίρια και τις περισσότερες φορές παίρνοντας παράνομα ρεύμα από στύλους ηλεκτροδότησης. Το γεγονός ότι η αστυνομία επέτρεπε τη διεξαγωγή τους, οφειλόταν παραδόξως και στη μεγάλη κρίση της τοπικής οικονομίας και στην έξαρση της εγκληματικότητας. Αφενός οι αστυνομικοί και τα τμήματα στις γειτονιές του Μπρονξ είχαν μειωθεί και αφετέρου πολλές φορές επέλεγαν συνειδητά να μην επέμβουν, καθώς ήταν προτιμότερο ένα πάρτι στο οποίο θα μαζευόντουσαν οι νέοι για να χορέψουν, από έναν πυροβολισμό, μια επίθεση με μαχαίρι, μια ληστεία. Γι’ αυτό το λόγο αγνοούσαν μάλιστα και τις διαμαρτυρίες που γινόντουσαν συχνά από τους γείτονες, καθώς τα πάρτι αυτά ήταν θορυβώθη και τις περισσότερες φορές διαρκούσαν μια ολόκληρη νύχτα. Το ίδιο εν μέρει ίσχυε και για τα γκραφίτι, μια τέχνη του δρόμου που επίσης είναι συνδεδεμένη με τη hip hop κουλτούρα. Με τις πολλές περικοπές που έγιναν τις δεκαετίες του ‘70 και του ‘80 στο NYPD, ήταν αδύνατο να περιφρουρούνται όλα τα σημεία δράσης των καλλιτεχνών γκραφίτι, που βοήθησαν επίσης σημαντικά στη διάδοση του hip hop, ακόμα και εκτός της Νέας Υόρκης, μέσα από τα τρένα.
Το μπλακ άουτ του 1977
Το γεγονός εκείνο ωστόσο που συνδέεται με τη ραγδαία εξάπλωση της hip hop μουσικής, ήταν το περίφημο «μπλακ άουτ» του 1977. Όλα ξεκίνησαν από μια καλοκαιρινή καταιγίδα και τρεις κεραυνούς που προσγειώθηκαν στον σταθμό παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος της Νέας Υόρκης προκαλώντας μια σειρά από προβλήματα τα οποία δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν οι τεχνικοί, με αποτέλεσμα ολόκληρη η πόλη να βυθιστεί στο σκοτάδι για περίπου 25 ώρες, από το βράδυ της 13ης Ιουλίου έως το βράδυ της επόμενης. Μόνο λίγες γειτονιές του νότιου Κουίνς δεν επηρεάστηκαν, επειδή έπαιρναν ρεύμα από τον σταθμό του Λονγκ Άιλαντ. Περισσότεροι από 7 εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν χωρίς ρεύμα, 800.000 άνθρωποι εγκλωβίστηκαν σε συρμούς μετρό και αρκετές χιλιάδες ακόμα σε ασανσέρ. Το μπλακ άουτ έφερε επίσης στην επιφάνεια το σκοτεινό πρόσωπο αυτής της πόλης, φανερώνοντας με εκκωφαντικό τρόπο τις αντιθέσεις της.
Εκείνο το βράδυ, στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, το χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων έγινε ακόμα πιο εμφανές. Σε κάποιες γειτονιές η διάθεση ήταν πιο ευχάριστη, καθώς το εστιατόριο Windows on the World στο World Trade Center μοίρασε στους πελάτες δωρεάν σαμπάνιες και τους επέτρεψε να βγάλουν τα σακάκια και τις γραβάτες τους. Κάποιοι πολίτες βγήκαν στους δρόμους εθελοντικά και ρύθμισαν την κυκλοφορία. Πολλά πάρτι ξεχύθηκαν στους δρόμους και οι σερβιτόροι έκαναν τη δουλειά τους με κοντομάνικες μπλούζες και σορτς. Οι κάτοικοι του Άπερ Ιστ Σάιντ δειπνούσαν στις ταράτσες τους υπό το φως των κεριών.
Την ίδια ώρα, στις φτωχότερες γειτονιές της πόλης, η διακοπή προκάλεσε σχεδόν άμεσα το χάος, υπό την κάλυψη του σκότους. Όσο οι τεχνικοί της εταιρείας ηλεκτροδότησης αγωνιζόντουσαν για να επαναφέρουν το ρεύμα, οι πολίτες έσπαγαν τις βιτρίνες και τις πόρτες ασφαλείας των καταστημάτων, αρπάζοντας τα πλυντήρια, τους καναπέδες, τις τηλεοράσεις, τα ψυγεία, ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν. Μέχρι τη στιγμή που το ρεύμα αποκαταστάθηκε πλήρως, περισσότερες από 1.600 επιχειρήσεις είχαν λεηλατηθεί, πάνω από 3.700 άτομα συνελήφθησαν και οι πυροσβέστες είχαν αντιμετωπίσει περισσότερες από 1.000 πυρκαγιές.
Blackout, PBS
Για την ακρίβεια, τη νύχτα εκείνη λεηλατήθηκαν 1.616 καταστήματα, σβήστηκαν 1.037 πυρκαγιές και συνελήφθησαν 3.776 άτομα, στη μεγαλύτερη μαζική σύλληψη μέχρι και σήμερα στην ιστορία της Νέας Υόρκης. Ήταν σαν το μπλακ άουτ να έδωσε χώρο στον κόσμο για αντίποινα, στις πολιτικές που τόσα χρόνια αντί να γεφυρώσουν το χάσμα, παραγκώνιζαν τους φτωχότερους ακόμα πιο μακριά στο περιθώριο. Και τα αντίποινα αυτά στοίχισαν ζημιές που ξεπέρασαν τα 300 εκατομμύρια δολάρια, ένα ποσό αντίστοιχο σήμερα σε 1,3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Για τους περισσότερους ιστορικούς, εκείνη η βραδιά ήταν ορόσημο στην εξέλιξη του hip hop. Πολλοί νέοι DJ χωρίς την οικονομική δυνατότητα, απέκτησαν αξιοπρεπή εξοπλισμό και βινύλια κατά τη διάρκεια του μπλακ άουτ, αυξάνοντας κατακόρυφα τον αριθμό των πάρτι (όχι μόνο σε γειτονιές του Μπρονξ) και των emcee. Μετά από εκείνο το καλοκαίρι, σχηματίστηκαν επίσης τα περισσότερα γκρουπ του old-school hip hop, της εποχής που συνδέθηκε με το πρώτο στάδιο της εμπορευματοποίησης του hip hop.
Εκείνο το βράδυ ήταν χαώδες. Αργότερα ήταν συναρπαστικό, αλλά όταν συνέβαινε, ήταν τρομακτικό. Είχα πάει κατευθείαν στο μέρος όπου αγόρασα το πρώτο μου σετ για ντιτζέι και πήρα έναν μείκτη. Μετά από εκείνη τη νύχτα, μια ευκαιρία ξεπήδησε. Και μπορούσες να δεις τις διαφορές που υπήρχαν πριν και μετά το μπλακ άουτ.
Grandmaster Caz
Μια κουλτούρα χωρίς σύνορα
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, είτε άρεσε είτε όχι, το hip hop ήταν ένα αναγνωρισμένο είδος μουσικής στις περισσότερες γειτονιές της Νέας Υόρκης. Αυτό που έλειπε ήταν μια πιστοποίηση από τη μουσική βιομηχανία, που δεν ήταν και τόσο εύκολο να έρθει. Πολλοί από τους πρώτους ντιτζέι και emcee ήταν αντίθετοι στη εμπορευματοποίηση της κουλτούρας. Ο Kool Herc, για παράδειγμα, δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη δισκογραφία και συνέχισε να διοργανώνει πάρτι και κατά την περίοδο της old-school εποχής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα ωστόσο ήταν πως αυτό που συνέβαινε στα πάρτι, δηλαδή η δημιουργία νέας μουσικής με δίσκους άλλων καλλιτεχνών, ήταν αδύνατο να συμβεί σε στούντιο ηχογράφησης. Κι αν συνέβαινε, δεν θα υπήρχαν και πολλοί πρόθυμοι επιχειρηματίες της μουσικής βιομηχανίας που θα επένδυαν σε ένα τέτοιο πρότζεκτ, αγοράζοντας τα δικαιώματα δεκάδων άλλων δίσκων, για μια μόνο κυκλοφορία. Η ανάγκη μιας μπάντας που θα δημιουργούσε νέες συνθέσεις και ανθρώπων εκτός του Μπρονξ που θα επένδυαν στο hip hop, ήταν απαραίτητα.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν η Sylvia Robinson, κατά πολλούς μητέρα του hip hop, η οποία υπήρξε κάτοικος του Μπρονξ, όταν ήταν τραγουδίστρια. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 ήταν ιδιοκτήτρια ενός κλαμπ στο Μανχάταν και μαζί με τον σύζυγό της, Bill Robinson, είχαν ανοίξει και μια μικρή δισκογραφική εταιρεία στο Νιου Τζέρσεϊ. Το 1979 επιχείρησε να προωθήσει το hip hop ηχογραφώντας (με μουσικά όργανα) την πρώτη κυκλοφορία της Sugar Hill Records, «Rapper’s Delight», από τους Sugar Hill Gang, που δημιουργήθηκαν ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό, καθώς δεν ήταν γκρουπ πριν ηχογραφήσουν το τραγούδι, ούτε διοργάνωναν πάρτι.
Το «Rapper’s Delight» δεν ήταν η πρώτη hip hop ηχογράφηση. Αυτός ο τίτλος ανήκει στο «King Tim III» των Fatback Band, μιας φανκ μπάντας που επηρεάστηκε από την κουλτούρα – και δεν ήταν η μόνη. Πολλά φανκ και ντίσκο συγκροτήματα πειραματίστηκαν δανειζόμενα hip hop στοιχεία στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Το «Rapper’s Delight» ωστόσο, το οποίο κυκλοφόρησε στις 2 Αυγούστου, 1979, έμεινε στην ιστορία ως το πρώτο rap hit, ωθώντας την Robinson να εντρυφίσει στην κουλτούρα και να συνεργαστεί με θρυλικά συγκροτήματα των μπλοκ πάρτι, όπως ήταν οι Grandmaster Flash and the Furious Five, οι Funky Four Plus One, οι Crash Crew, οι Treacherous Three και να συστήσει εκτός από τους Sugarhill Gang και τις The Sequence, το πρώτο αμιγώς γυναικείο γκρουπ στο είδος. Και φυσικά στη διάδοση του hip hop σε άλλες πολιτείες των ΗΠΑ και εκτός συνόρων, συνέβαλαν επίσης ο Kurtis Blow, ο πρώτος ράπερ που συνεργάστηκε με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία και εμφανίστηκε σε τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας, το πανκ συγκρότημα Blondie, που δημιούργησε το «Rapture», το πρώτο hip hop κομμάτι που προβλήθηκε στο MTV, και άλλοι.
Όταν, κυριολεκτικά, ο κόσμος τους καιγόταν, οι Αφροαμερικανοί και οι Λατίνοι του Μπρονξ του ’70 δημιούργησαν μια κουλτούρα που μέχρι και σήμερα διατηρεί τα στοιχεία που τη θεμελίωσαν, προερχόμενοι από την ίδια γενιά που ευημερούσε όσο καμιά άλλη από την ανάδυση του καπιταλισμού κι έπειτα και στιγματίστηκε από τους κοινωνιολόγους του μέλλοντος για τον υπερκαταναλωτισμό της.
Η βιομηχανοποίηση του hip hop, του κληροδότησε και το άσχημο πρόσωπο της κοινωνίας, στοιχεία όπως ο μισογυνισμός, η ομοφοβία, η μεγαλομανία – τα οποία διαφέρουν από εποχή σε εποχή – αλλά παράλληλα υπήρξε το χρησιμότερο εργαλείο στη διάδοση της κουλτούρας σε κάθε γωνιά του πλανήτη, δίνοντας φωνή σε περισσότερους ανθρώπους που την είχαν ανάγκη. Από τις φτωχογειτονιές του Μπρονξ σε όλα τα σύγχρονα «γκέτο» της Νέας Υόρκης και των άλλων πολιτειών, στα μπάριο, στις φαβέλες, ακόμα και στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ο Casi Nadie από την Κολομβία, μας ξεναγεί μέσα από το «Casas de Carton» (σπίτια από χαρτόνι) σε μια από τις πάρα πολλές φτωχογειτονιές της Μπογκοτά, όπου πολλές φορές πράγματα όπως πόσιμο νερό, αποχετευτικό σύστημα, επαρκής χώρος και συμπαγής οροφές θεωρούνται πολυτέλεια. Στο βίντεο πρωταγωνιστούν μικροί και μεγάλοι από το μπάριο, που «χορεύουν με τον θάνατο» καθημερινά.
Οι Ettijah είναι ένα γκρουπ τεσσάρων Παλεστινίων κοριτσιών, που έχουν γεννηθεί και ζήσει όλη τους τη ζωή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Dheisheh. Συμμετείχαν στο μουσικό πρόγραμμα της ΜΚΟ «Shoruq» και με επιρροές από τη Shadia Mansour, τον Eminem και άλλους, ηχογράφησαν τα πρώτα τους ραπ κομμάτια – με τη βοήθεια της οργάνωσης – το 2018. Στο «Bala Hdood» (χωρίς σύνορα) μας μιλούν για μια ζωή στην οποία τουλάχιστον θα έχουν το δικαίωμα να ονειρεύονται, για μια ζωή εκτός του Dheisheh Camp, το οποίο άνοιξε τις πόρτες του το 1949 για να φιλοξενήσει 3.400 Παλεστίνιους από 45 χωριά δυτικά της Ιερουσαλήμ, που καταστράφηκαν μετά τον Αραβοϊσραηλινό Πόλεμο του 1948. Από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 βρίσκεται υπό ισραηλινή κατοχή και σήμερα, 70 χρόνια μετά τη δημιουργία του, αποτελεί στέγη περισσότερων από 13.000 Παλεστίνιους. Ολόκληρο το στρατόπεδο είναι συνδεδεμένο με τα δημόσια συστήματα ύδρευσης και ηλεκτροδότησης της Βηθλεέμ, ωστόσο περίπου το 15% των κατοικιών δεν έχουν νερό και ρεύμα.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
1. Jeff Chang (2005), “Can’t Stop Won’t Stop: A History of the Hip-Hop Generation”, St. Martin’s Press
2. Joseph C. Ewoodzie Jr. (2017), “Break Beats in the Bronx: Rediscovering Hip-Hop’s Early Years”, The University of North Carolina Press
3. Evelyn Gonzalez (2004), “The Bronx”, Columbia University Press
4. Dellaney Hall (2014), “Was the 1977 New York City Blackout a Catalyst for Hip-Hop’s Growth?”, slate.com
5. Mark Naison (2019), “Why Hip Hop Began in The Bronx“, welcome2thebronx.com
6. Callie T. Wiser, David Murdock (2015), “Blackout”, PBS