O Pigmeat Markham υπήρξε πιθανότατα ο μόνος μαύρος κωμικός στον 20ό αιώνα που όχι μόνο εμφανιζόταν σε μεγάλες σκηνές για 30 συναπτά χρόνια, αλλά σε όλη αυτή την περίοδο (περίπου 1939-1969) ακολούθησε και μια σταθερά ανοδική πορεία. Πιστεύεται ότι ανέβαινε στη σκηνή του Apollo Theater συχνότερα από κάθε άλλον καλλιτέχνη και αναμφίβολα βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς με τις περισσότερες εμφανίσεις στον ιστορικό χώρο του Μανχάταν. Μετά από 30 χρόνια παραστάσεων, πραγματοποίησε τις πρώτες του τηλεοπτικές εμφανίσεις στο The Ed Sullivan Show, στο CBS, στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Μια τυχαία αναφορά του Sammy Davis Jr., τον έφερε στο Laugh-In του NBC αρκετά χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Όχι μόνο έμεινε στο προσκήνιο, περίπου 50 χρόνια μετά το ντεμπούτο του στο χώρο του θεάματος, αλλά «αναβίωσε» το γνωστό του σκετς Here Comes The Judge για ένα πολύ μεγαλύτερο κοινό, με αποτέλεσμα να του ζητηθεί να το απαθανατίσει και στο βινύλιο, ηχογραφώντας το αντίστοιχο κομμάτι. Ένα κομμάτι που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του proto-rap, ενέπνευσε πολλούς από τους πρώτους emcees και ακούγεται μέχρι και σήμερα σε ραδιόφωνα όλου του κόσμου.

Pigmeat Markham ‎– Here Comes The Judge, 1968 Chess Records

Τα μίνστρελ σόου και οι πρώτοι μαύροι της βιομηχανίας του θεάματος

Το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου (12 Απριλίου 1861 – 9 Απριλίου 1865) έφερε και το τέλος της δουλείας, σε ολόκληρη την επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός από τον πιο επαίσχυντο θεσμό των σύγχρονων πολιτισμών, η δουλεία ήταν και ένα οικονομικό σύστημα που ζημίωσε ανεπανόρθωτα την οικονομία του Νότου. Από το 1860 έως το 1865 ελευθερώθηκαν περίπου 4 εκατομμύρια δούλοι, που μέχρι τότε ήταν αναγκασμένοι να παρέχουν δωρεάν την εργατική τους δύναμη. Το «παραθυράκι» που χρησιμοποίησε η άρχουσα τάξη για την ορθοπόδηση της οικονομίας, ήταν να επαναφέρει αρκετούς απ’ αυτούς τους ανθρώπους σε καθεστώς δουλείας, μέσω της φυλάκισης. Πταίσματα, όπως μια παρενόχληση ή μια μικροκλοπή, ήταν αιτίες για να περάσει ένας Αφροαμερικανός αρκετό καιρό στη φυλακή, ενώ όλα τα μέσα που καθοδηγούσαν την κοινή γνώμη, απεικόνιζαν τους μαύρους ως το απόλυτο κακό και μια απειλή για κάθε φιλειρηνικό και φιλήσυχο λευκό πολίτη, ιδίως τις γυναίκες.

Τα μίνστρελ σόου (minstrel show, ή minstrelsy, λέξη που προέρχεται από τη γαλλική λέξη Ménestrel, ή αλλιώς οι Μενεστρέλοι, που ήταν οι διάφορων τύπων διασκεδαστές – μουσικοί, ζογκλέρ ακροβάτες, τραγουδιστές και γελωτοποιοί – των Ευγενών της Δύσης τα χρόνια του Ώριμου και του Ύστερου Μεσαίωνα) που ξεκίνησαν να αναπτύσσονται στις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν μέρος αυτής της χυδαίας προπαγάνδας. Επρόκειτο για θεατρικές παραστάσεις, που συνήθως ήταν ένα σύνολο από κωμικά σκετς, χορευτικά και τραγούδια, με Αφροαμερικανούς χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιαζόντουσαν ως αδίστακτοι, αναξιόπιστοι, τεμπέληδες και χαμηλής νοημοσύνης άνθρωποι, που ήταν ικανοί μόνο για να κλέβουν κοτόπουλα, να τρώνε καρπούζια όλη μέρα και να κατακρεουργούν την αγγλική γλώσσα. Τα πρώτα χρόνια τους ρόλους υποδύοταν μόνο λευκοί ηθοποιοί, που κάλυπταν το πρόσωπό τους με μαύρο μακιγιάζ και τα χείλη τους με έντονο κόκκινο χρώμα, κάνοντάς τα υπερβολικά μεγαλύτερα από το συνηθισμένο μέγεθος. Το γνωστό blackface, που έδινε έναν χαρακτήρα μιας διασκεδαστικής καρικατούρας στους ήρωες. Για περισσότερα από 100 χρόνια, η μοναδική απεικόνιση της «Μαύρης Αμερικής» στην αμερικανική δραματουργία, γινόταν μέσα από τα μίνστρελ.

Από τη δεκαετία του 1840, εμφανίστηκαν στις σκηνές των παραστάσεων μίνστρελ και οι πρώτοι Αφροαμερικανοί ηθοποιοί, William Henry Lane και Thomas Dilward. Αμφότεροι έπαιζαν με blackface. Όχι πολύ αργότερα, το 1855, πραγματοποιήθηκαν και τα πρώτα σόου των οποίων οι θίασοι απαρτίζονταν μόνο από Αφροαμερικανούς ηθοποιούς, ενώ το 1865 δημιουργήθηκε το Brooker and Clayton’s Georgia Minstrels, που ήταν ο πρώτος πετυχημένος αφροαμερικανικός θίασος και ο πρώτος που ήταν υπό την εποπτεία Αφροαμερικανού μάνατζερ, του Charles Hicks. O Hicks, ο οποίος εμφανιζόταν και ο ίδιος σε παραστάσεις, φημολογείται ότι έκανε πρώτος τη γνωστή ερώτηση «γιατί η κότα διέσχισε το δρόμο;» σε μια από τις παραστάσεις του. Με την προφανή απάντηση «για να περάσει απέναντι», ο γρίφος συγκαταλέγεται σε μια ομάδα αστείων που ήταν πολύ διαδεδομένα εκείνη την εποχή, με σκοπό να αναδείξουν την πολύ χαμηλή νοημοσύνη των μαύρων.

Παρότι για κάποιους απ’ τους Αφροαμερικανούς περφόρμερ υπήρχε η δυνατότητα να βγαίνουν στη σκηνή χωρίς το blackface, οι περισσότεροι επέλεγαν να μην το κάνουν. Ο μουσικός της σόουλ, Sonny Craver, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Pigmeat Markham, επεξήγησε το φαινόμενο μέσα από τη δική του εμπειρία, υποστηρίζοντας πως αυτό το «προσωπείο» του έδινε τη δυνατότητα να μην είναι στη σκηνή ούτε λευκός, ούτε μαύρος, αλλά σκέτο κωμικός. Λιγότερο ρομαντικός ήταν ο κωμικός Bert Williams, ένα από τα μεγαλύτερα ινδάλματα του Markham, που είπε ότι ήταν απλά ζήτημα επιβίωσης, σε έναν κόσμο όπου τα εμπόδια για έναν μαύρο στην Αμερική ήταν ασύγκριτα περισσότερα σε σχέση με σήμερα. Ήταν μια πραγματικότητα πως το blackface προστάτευε τους ψυχαγωγούς από το να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο και να θέσουν σε κίνδυνο τους εαυτούς τους, ειδικά όταν έπαιζαν στον Νότο.

Ακόμα και για τα στάνταρ των μίνστρελ σόου, ο Cotton Watts θεωρήθηκε υπερβολικός και ήταν από τους πιο ακραίους blackface κωμικούς.

Ο τελευταίος Αφροαμερικανός με blackface

Ο Dewey «Pigmeat» Markham (18 Απριλίου 1904 – 13 Δεκεμβρίου 1981) ξεκίνησε την καριέρα του όταν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών, το 1918. Γι’ αυτό του δόθηκε και το ψευδώνυμο «Pigmeat», που ήταν κάτι σαν πιτσιρικάς, σε αργκό της εποχής. Είχε μόλις φύγει από το σπίτι του, στο Ντάραμ της Βόρειας Καρολίνα, και καθώς βρισκόταν σε αναζήτηση στέγης και εργασίας, συνάντησε έναν επιχειρηματία και ιδιοκτήτη ψυχαγωγικού κέντρου, τον οποίο αποκαλούσε στις συνεντεύξεις του «Mr. Booker». Από την πρώτη του δουλειά, που ήταν να τραγουδάει και να χτυπάει ρυθμικά παλαμάκια μαζί με άλλα 5 άτομα καλύπτοντας την απουσία μπάντας, έπαιζε με blackface. Ο μισθός του ήταν ένα δολάριο την εβδομάδα, που ισοδυναμεί με περίπου 15 σημερινά δολάρια (Ιούνιος 2020).

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20, έκανε τις πρώτες του περιοδείες σε πολιτείες του Νότου και τελειοποιούσε τις κινήσεις του στο χορό – ένα στοιχείο πολύ σημαντικό, καθώς εκείνα τα χρόνια οι καλοί χορευτές ήταν περιζήτητοι. Από την πρώτη στιγμή λάτρεψε τη δουλειά και για πολλά χρόνια περιόδευε ακατάπαυστα σε όλη τη χώρα, αυξάνοντας και βελτιώνοντας παράλληλα το υλικό του, που αποτελούταν από χιουμοριστικά σκετς, χορευτικά και ακροβατικά. Έως το 1928, σε πολύ νεαρή ηλικία ακόμα, μετρούσε χιλιάδες παραστάσεις στο ενεργητικό του.

Η καριέρα του Markham, ειδικότερα στα πρώτα χρόνια της, συμβάδισε με μια πολύ δύσκολη εποχή για τους Αφροαμερικανούς, ενδεχομένως τη δυσκολότερη από το τέλος του εμφυλίου κι έπειτα. Ήδη οι νόμοι Τζιμ Κρόου είχαν φέρει ένα θεσμικό πισωγύρισμα από το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ το 1915 δημιουργήθηκε η 2η Κου Κλουξ Κλαν και μερικά χρόνια μετά σημειώθηκε το Κραχ της Γουόλ Στριτ, εντείνοντας τις κοινωνικές ανισότητες και παρέχοντας πρόσφορο έδαφος για περισσότερες και βιαιότερες ρατσιστικές επιθέσεις.

Πολλοί χώροι θεάματος είχαν υιοθετήσει τους νόμους φυλετικού διαχωρισμού και δεν επέτρεπαν την είσοδο σε μαύρους θεατές. Στα εν λόγω θέατρα, αντί για ταξιθέτες υπήρχαν οι κατοπτευτές (αγγλ. spotters), οι οποίοι εντόπιζαν τους μαύρους θεατές και τους πετούσαν έξω, πολλές φορές χωρίς να μένουν σε αυτό. «Είμαι στον χώρο 50 χρόνια. Έχω βιώσει τον ρατσισμό όταν ήταν πραγματικά ωμός. Ήμουν στο Μέικον της Τζόρτζια το 1932 και είχαν λιντσάρει ένα αγόρι. Τον έδεσαν στο πίσω μέρος ενός Ford Model T μαζί με κονσερβοκούτια και τον έσυραν. Μετά τον πέταξαν στο φουαγιέ. Ήμουν εκεί όταν συνέβη», διηγήθηκε ο Markham, το 1968. Όσο περιόδευε στον Νότο, ο Markham φρόντιζε να μην περνάει από γειτονιές λευκών και να μη μένει γενικά έξω, πηγαίνοντας απευθείας από το ξενοδοχείο στο θέατρο και αντίστροφα.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ο Markham είχε βασικό ρόλο σε παράσταση του Alhambra Ballroom στο Μανχάταν, όπου έφτασε να κερδίζει έως και 85 δολάρια την εβδομάδα (περίπου 900 σημερινά δολάρια). Όσο έπαιζε εκεί, συνάντησε τον συγγραφέα και κωμικό Johnny Lee Long, με τον οποίο έκανε το μεγάλο βήμα μεταπηδώντας στο μπουρλέσκ, επειδή υπήρχε μόνο ένας μαύρος κωμικός σε εκείνο το χώρο, ο Eddie Green. Το υλικό του δεν άλλαξε, αλλά γινόταν όλο και πιο αναγνωρίσιμος, κάνοντας αμέτρητες παραστάσεις μαζί με τον Long. Έγινε μάλιστα ένας από τους πρώτους μαύρους κωμικούς που έπαιξαν στο Apollo Theater, όταν κατήργησε την πολιτική του να μην επιτρέπει μη λευκούς περφόρμερ, το 1933. Κατόπιν άνοιξαν πόρτες ακόμα και στον κινηματογράφο για τον Markham, που στο τέλος της δεκαετίας έκανε μερικές κωμικές ταινίες μικρού μήκους. Όλα αυτά τα χρόνια αρνούταν να παρουσιαστεί στη σκηνή χωρίς blackface, που ακόμα και για τη σύγχρονη σχολή του αμερικανικού βοντβίλ ήταν αναχρονιστικό, ενώ για τη συντριπτική πλειοψηφία της «Μαύρης Αμερικής», στο κατώφλι και των πρώτων δράσεων που γέννησαν το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων (Civil Rights Movement), ήταν εξοργιστικό. Το 1943, ο Pigmeat Markham ήταν πιθανώς ο μοναδικός Αφροαμερικανός κωμικός που παρουσίαζε τα σκετς του με blackface.

«Μια βραδιά, καθώς ετοιμαζόμουν να βγω στη σκηνή του Lincoln, ήρθαν μερικοί νέοι μαύροι άνδρες και με βρήκαν στο καμαρίνι μου. Είχαμε μια πολύ φιλική κουβέντα και μου είπαν ότι τα πράγματα είχαν αρχίσει να αλλάζουν, πως το να παίζω με blackface τους έφερνε πολλές δυσάρεστες αναμνήσεις και πως έπρεπε να ξεκινήσω να παίζω άβαφτος, αντί να καλύπτω το πρόσωπό μου σα να ντρέπομαι γι’ αυτό. Αρχικά διαφώνησα μαζί τους. Δούλευα με blackface τόσα πολλά χρόνια, που φοβόμουν να το κάνω χωρίς αυτό. Συμφώνησα όμως να το δοκιμάσω, προειδοποιώντας τους πως θα ερχόταν το τέλος μου. Ήμουν πολύ νευρικός όταν το έκανα για πρώτη φορά, αλλά ανακάλυψα πως είχαν δίκιο. Αυτά τα παιδιά έκαναν περισσότερα για την αυτοπεποίθησή μου από οποιονδήποτε. Ήμουν τόσο χαρούμενος και τόσο ανακουφισμένος όταν τελείωσε η παράσταση, που όταν επέστρεψα στο καμαρίνι μου πέταξα το μέικ απ στα σκουπίδια και δεν το ξαναέβαλα ποτέ.»

Η επιτυχία του «Here Comes The Judge»

Αν ολόκληρη η καριέρα του Pigmeat Markham συνοψιζόταν σε μια μόνο φράση, αυτή θα όφειλε να είναι το «Here Comes The Judge». Πρόκειται για τη γνωστότερη από τις ατάκες του και γι’ αυτή που τον κράτησε στο προσκήνιο για τόσο πολύ καιρό. Την είπε για πρώτη φορά το μακρινό 1928, σε μια από τις παραστάσεις του στο Alhambra Ballroom. Το σκετς στο οποίο υποδυόταν έναν δικαστή ήταν από τα πιο πετυχημένα του σε όλη τη θεατρική του πορεία και το παρουσίασε για πρώτη φορά στην τηλεόραση στα τέλη της δεκαετίας του ’40, στο The Ed Sullivan Show του CBS. Ο δημιουργός του σόου, Ed Sullivan, φημιζόταν για τις προσπάθειες που έκανε να προβάλλει Αφροαμερικανούς καλλιτέχνες χωρίς να φοβάται τη σύγκρουση με τους χορηγούς του.

Οι νεότεροι έμαθαν τον Pigmeat Markham περίπου 20 χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν έκανε ένα πέρασμα από το Laugh-In των Dan Rowan και Dick Martin, σε ένα ακόμα τεράστιο δίκτυο των Ηνωμένων Πολιτειών, το NBC. Και πάλι το Here Comes The Judge ήταν το σκετς που αναζωπύρωσε την καριέρα του, στην 7η δεκαετία πια της ζωής του. Όλα ξεκίνησαν από μια βραδιά που ο πολυπράγμων Sammy Davis Jr., έχασε τα λόγια του και αυτοσχεδίασε, λέγοντας τη γνωστή ατάκα του Pigmeat Markham, που είχε δει σε μια από τις παραστάσεις του στο Apollo. Πήρε πολλά γέλια από το κοινό όταν έκανε αυτό το νούμερο και δεν παρέλειψε να δώσει τα εύσημα στον δημιουργό του. Όταν είδαν τη θετική ανταπόκριση του κοινού, οι παραγωγοί του Laugh-In, ζήτησαν από τον Markham να αναδημιουργήσει το σκετς και να το παρουσιάζει στην εκπομπή. Τη διετία 1968-1969, ο Markham συμμετείχε σε 14 επεισόδια του Laugh-In.

O Sammy Davis Jr. παίζει το «Here Comes The Judge» στο Laugh-In.

Ακολουθώντας την τάση της εποχής, ο Pigmeat Markham ηχογραφούσε τα κωμικά του σκετς σε δίσκους. Είχε συμβόλαιο με την Chess Records, που είχε συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους κωμικούς της εποχής, κυκλοφορώντας άλμπουμ από το 1961. Το 1968 ηχογράφησε και το Here Comes The Judge, το οποίο εξαιτίας της επιτυχίας του κυκλοφόρησε και μελοποιημένο σε έναν δίσκο 45 στροφών, την ίδια χρονιά. Οι στίχοι, που βεβαίως ήταν βασισμένοι στο σκετς, γράφτηκαν από τον ίδιο, με τη βοήθεια του μάνατζέρ του, Dick Allen – γνωστό για τη συνεργασία του με μεγάλους μουσικούς της εποχής. Στα φωνητικά ήταν η ανερχόμενη τότε Minnie Riperton και στα ντραμς ο επίσης ανερχόμενος Maurice White, που λίγο μετά δημιούργησε τους Earth, Wind & Fire.

Το Here Comes The Judge έγινε hit (έφτασε στο #19 του Billboard), το κασέ του Pigmeat Markham «εκτοξεύτηκε» στα 4.000 δολάρια την εβδομάδα (περίπου 30.000 σημερινά δολάρια) και μια ατάκα που πρωτοείπε το 1928, τον κράτησε στο προσκήνιο έως το τέλος της δεκαετίας του ’60, κάνοντάς τον μέχρι σήμερα έναν από τους μακροβιότερους μαύρους κωμικούς στην ιστορία.

Την ίδια στιγμή, με τον τρόπο που ερμήνευσε το Here Comes The Judge, αλλά και το Who Got The Number έναν χρόνο αργότερα, άσκησε επιρροή σε πολλούς από τους πρώτους emcee της hip hop κουλτούρας, προσθέτοντας έναν πολύτιμο λίθο στη συλλογή των στοιχείων που συγκρότησαν το ευρύ φάσμα του proto-rap. Πέραν τούτου, ο συνδυασμός της ερμηνείας του Markham με την κυριαρχία των κρουστών, καθιστούν τα δυο αυτά σινγκλ ό,τι κοντινότερο υπήρξε μουσικά στo hip hop, πριν από τα μπλοκ πάρτι της δεκαετίας του ’70.

Pigmeat Markham – Who Got The Number, 1969 Chess Records

Βιβλιογραφικές αναφορές:

1. Tex Fod, Showtime at the Apollo (σελ. 94) , 1983, Da Capo
2. John Southworth, The English Medieval Minstrel (σελ. 3-4), 1989, Boydell Press
3. The Coon Caricature, Jim Crow Museum of Racist Memorabilia
4. Ava DuVernay, The 13th, 2016, Netflix
5. Robert C. Toll, Blacking Up: The Minstrel Show in Nineteenth-century America, 1974, New York: Oxford University Press
6. Kliph Nesteroff, Last Man in Blackface: The World of Pigmeat Markham, 2010, WFMU’s Beware of the Blog
7. Pigmeat Markham, IMDB
8. Pigmeat Markham, Discogs
-Οι μετατροπές της αξίας του δολαρίου έγιναν στο in2013dollars.com